αγεννεια

αγεννεια
    ἀγέννεια
     Arst., Polyb. v. l. = ἀγένεια См. αγενεια 1 и 2

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγεννεια" в других словарях:

  • ἀγεννείᾳ — ἀγεννείᾱͅ , ἀγέννεια meanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέννεια — ἀγέννεια και ἀγένεια και ἀγεννία, η (Α) [ἀγενής] εξαθλίωση, αθλιότητα, ταπεινότητα …   Dictionary of Greek

  • ἀγέννεια — meanness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννείας — ἀγεννείᾱς , ἀγέννεια meanness fem acc pl ἀγεννείᾱς , ἀγέννεια meanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέννειαν — ἀγέννεια meanness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγεννής — ἀγενής, ές (Α) 1. ο ταπεινής καταγωγής 2. ευτελής, πρόστυχος, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέννα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγέννεια] …   Dictionary of Greek

  • αγεννία — ἀγεννία, η (Α) βλ. αγέννεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»